Translate/Μετάφραση

23 Ιουλ 2017

Macedonia in the last years under Turkish Rule (1910-1912)

As seen through the pages of the newspaper “Salpinx” (The Trumpet) Of Mytilini

The newspaper Salpinx (The Trumpet) was first published in Mytilini in March 1909. It started at the time of the inauguration of the program for the political and social regeneration of Turkey by the Young Turks in July 1908. The newspaper passionately fought for the national rights of the enslaved Greek nation under the Ottoman Empire. As a historical source, Salpinx is one of the few Greek newspapers of the Ottoman Empire which was published throughout the period 1910-1912. The valuable historical content of the newspaper gives a unique insight into the daily life activities of the polymorphous and complex historical existence of the subjected Greek nation. From its pages a brave Hellenism emerges, a pioneer in the economic, social, cultural and spiritual life among the nations of the Ottoman Empire.
Salpinx was a provincial newspaper, far away from Macedonia. Mytilini’s port was one of the most important commercial areas of that period, linking the Asia Minor coast with the Mediterranean and the Black Sea. It provided the right envionment for a newspaper of a highly professional journalistic level with a capable staff, who were in touch with the main cities of the Empire and the capitals of Europe.
The editors had a good understanding of the then crucial phase of the Macedonian Question and the problems that Macedonian Hellenism was facing. The newspaper systematically, through its pages in its leading articles, political commentaries, main articles, special correspondence and daily news dedicated an important part of its space to the defence of the Greek national interests in Macedonia, commonly exhibiting good historical knowledge and providing an objective description of the events.
Salpinx is an invaluable historical source for the study of both internal and external matters. The tough and oppressive policies of the Young Turks against the subject nations of the Ottoman Empire and the forced conversion of Christians to Islam and thereby turkification are the main themes of the news paper. Furthermore, the newspaper followed the implacable national rivalries and confrontations among the un-redeemed nations, mainly the conflict between Greeks and Bulgarians for the succession of the Ottoman rulers in Macedonia and Thrace, and the encouraging role of the Young Turks; also the policies of the neighbouring kingdoms as well as Greece and the rivalry, interventions and intrigues of the so-called “Great Powers” in the Macedonian affair.
Particularly harsh were the economic measures and oppression against the Greeks of Thessaloniki, who faced the unprecedented dimensions of a boycott declared by the “Union and Progress” Committee of the Young Turks in reprisal for developments in the Cretan Question. Someone scanning the newspaper could find great interest in the dead end reached by the Greeks and Bulgarians fighting one another; and the mutual support of the two nations in the middle of 1910, which eventually led to the victorious First Balkan War against the Turks and its dramatic results. The events of this war and the intense and desperate diplomacy of the Great Powers are pictured in great detail in the newspaper’s columns.

28 Μαΐ 2017

ΣΤΑ 72 ΧΡΟΝΙΑ ΤΗΣ ΜΕΓΑΛΗΣ ΝΙΚΗΣ ΚΑΤΑ ΤΟΥ ΦΑΣΙΣΜΟΥ ΣΤΟΝ Β’ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟ ΠΟΛΕΜΟ


Η ΕΛΛΑΔΑ ΑΛΛΑΞΕ ΤΗΝ ΠΟΡΕΙΑ ΤΟΥ Β' ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ

Στις 8 και 9 του Μάη γιορτάστηκε η 72η επέτειο της μεγάλης νίκης στον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο. Οι Βρυξέλλες έπρεπε να τιμήσουν την Ελλάδα που άλλαξε την πορεία του Β’ Παγκόσμιου πολέμου! Αλλά...
Με το πέρασμα του χρόνου οι άνθρωποι, και ιδιαίτερα οι “Μεγάλοι” του σημερινού κόσμου ξέχασαν τη συμβολή της Ελλάδας στο Β’ Παγκόσμιο πόλεμο. Η ιστορία όμως δεν ξεχνάει. Κι ακόμα ηχούν τα λόγια που οι μεγάλοι της εποχής του πολέμου αφιέρωσαν στους άθλους του Έλληνα στρατιώτη. Ξέχασε και η δική μας πολιτική ηγεσία να θυμίσει στην τοκογλυφική μάζωξη των Βρυξυλλών τη συμβολή της πατρίδας μας στον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο, η οποία τους έβγαλε απ’ το βαθύ λήθαργο του φασισμού που τους είχαν βάλει οι ορδές του Χίτλερ το Μάη του 1940, με ίσες δυνάμεις των αντιπάλων, σε έμψυχο και άψυχο υλικό.
O Χίτλερ πάντοτε έθετε τον Μουσολίνι προ τετελεσμένων γεγονότων και αυτή τη φορά ο Μουσολίνι με το λάθος του, θέλησε να του το ανταποδώσει με το ίδιο νόμισμα, λέγοντας ότι ο Χίτλερ θα μάθει από τις εφημερίδες ότι κατέλαβα την Ελλάδα.
Το σχέδιο του Άξονα για τα Βαλκάνια ήταν ότι με βαθμιαία διπλωματική πίεση θα κατόρθωνε να τα εντάξει στη Νέα Τάξη πραγμάτων και μόνον το Μάρτη του 1941 θα επέμβαινε δυναμικά.
Η επίθεση των Ιταλών στις 28 Οκτωβρίου του 1940 έμελλε να κάνει το μήνα αυτό με το “ΟΧΙ” των Ελλήνων, έναν από τους μοιραίους μήνες του πολέμου, έναν από τους μήνες, που έδωσε καινούργια τροπή στον πόλεμο. Χάλασε τα σχέδια του Άξονα στα Βαλκάνια.
To “OXI” των Ελλήνων ήταν η πρώτη νίκη των συμμάχων ενάντια στον Άξονα, όταν οι σύμμαχοι τον θεωρούσαν αήττητο, αναπτέρωσε τους λαούς της Ευρώπης, βάζοντας σε κίνδυνο τη γερμανική θέση στα Βαλκάνια, υποχρεώνοντάς την στην αναθεώρηση των σχεδίων της.
Για τις νίκες των Ελλήνων στον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο με τους Ιταλούς και τους Γερμανούς στη στεριά και τη θάλασσα, δεν υστερούν σε θαυμασμό και οι μεγάλοι μας σύμμαχοι.
Ο Winston Churchill έλεγε: “Είχα φθάσει στην Νέα Υόρκη τον Ιούλιο του 1940 μετά την ήττα των συμμάχων στο Δυτικό Μέτωπο, καταλυπημένος από την κατάκτηση της Ευρώπης και την απομόνωση της Αγγλίας. Οι ελπίδες μας όλων στηρίζονταν στην Αμερική. Η Ελληνική Νίκη -η πρώτη ήττα του Άξονα- διέλυσε το μύθο του αήττητου και εγκαρδίωσε τους φίλους της ελευθερίας απανταχού ενισχύοντας την πεποίθηση στην τελική νίκη”.
“Οι ελληνικές επιτυχίες στην Αλβανία οικοδομούν την πρώτη νίκη των συμμάχων, σε μια στιγμή που ο Άξονας φαινόταν αήττητος...
Το θάρρος και η δύναμη της ψυχής που επιδεικνύονται σ’ αυτές τις οδυνηρές περιστάσεις, αποτελούν για τα Ηνωμένα Έθνη πηγή έμπνευσης... Εάν δεν ήταν η ανδρεία των Ελλήνων και το θάρρος τους, η έκβαση του Β’ Παγκοσμίου πολέμου θα ήταν ακαθόριστη... Ο επικός αγώνας της Ελλάδας συνετέλεσε στην ματαίωση των σχεδίων του Χίτλερ να κατακτήσει τον κόσμο”.
Ο Сталин: “Εάν οι Ρώσοι κατόρθωσαν να προβάλλουν αντίσταση στην είσοδο της Μόσχας για να σταματήσουν και να αποτρέψουν το γερμανικό χείμαρρο, το οφείλουν στους Έλληνες, οι οποίοι καθυστέρησαν τις γερμανικές μεραρχίες, την ώρα που θα μπορούσαν να μας κάνουν να γονατίσουμε”.
Ο στρατάρχης Жуков: “Ανεξάρτητα από αυτό που οι μελλοντικοί ιστορικοί θα πουν, αυτό που μπορούμε να πούμε τώρα, είναι ότι η Ελλάδα έδωσε στο Μουσολίνι ένα αξέχαστο μάθημα, ότι ήταν το κίνητρο για την επανάσταση στη Γιουγκοσλαβία, ότι κράτησε τους Γερμανούς στην ηπειρωτική χώρα και στην Κρήτη για έξι εβδομάδες, ανέτρεψε τη χρονολογική σειρά όλων των σχεδίων της Γερμανικής Ανώτατης Διοίκησης και έφερε έτσι μια γενική αντιστροφή ολόκληρης της πορείας του πολέμου και νικήσαμε”.
Τα λόγια του μεγάλου στρατάρχη, από τους κορυφαίους της νίκης στον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο ως κορυφαίου στρατιωτικού και όχι ως πολιτικού, μετρούν πολύ και ανατρέπουν όποιες αμφιβολίες διατυπώσουν ιστορικοί.
Ο στρατηγός George Alexander: “Είμαι ανίκανος να δώσω το κατάλληλο εύρος της ευγνωμοσύνης που αισθάνομαι για την ηρωική στάση του λαού και των ηγετών της Ελλάδας.”
Ο Franklin Roosevelt: “Ο αγώνας της Ελλάδας στον πόλεμο αποτελεί φωτεινό παράδειγμα για όλα τα έθνη... Οι Έλληνες δίδαξαν την αξιοπρέπεια στο πέρασμα των αιώνων. Όταν όλος ο κόσμος έχασε την ελπίδα του, οι Έλληνες τόλμησαν να αμφισβητήσουν το αήττητο του γερμανικού τέρατος, υψώνοντας απέναντί του το υπερήφανο πνεύμα της ελευθερίας... Στις 10 Απριλίου 1941, μετά από την ελληνική συνθηκολόγηση με τη Γερμανία, βόρεια οχυρά της Ελλάδας παραδίνονται. Οι Γερμανοί εκφράζοντας το θαυμασμό τους στους Έλληνες στρατιώτες δήλωσαν ότι είναι τιμημένοι και υπερήφανοι έχοντας ως αντίπαλό τους έναν τέτοιο στρατό και ζήτησαν να επιθεωρήσει ο Έλληνας διοικητής το γερμανικό στρατό σε μια ένδειξη τιμής και αναγνώρισης! Η γερμανική σημαία αναρτήθηκε μόνο μετά την πλήρη απόσυρση του ελληνικού στρατού.
Η Ελλάδα έδωσε το παράδειγμα, το οποίο, ο καθένας από μας πρέπει να ακολουθήσει μέχρις ότου, οι σφετεριστές της ελευθερίας, οπουδήποτε της γης ευρίσκονται, υποστούν τη δίκαια καταδίκη τους”.
Ο Νίκολ Μακ-Βη, πρέσβης των Η.Π.Α. στην Αθήνα μετέδιδε ενθουσιασμένος: “Οι Έλληνες αποδείχθηκαν μεγάλοι μαχητές και ξεπερνούν στη Γραμμή Μεταξά εκείνα που ήδη έκαναν εναντίον των Ιταλών. Στον τιμητικό κατάλογο των νικητριών χωρών, το όνομα της Ελλάδας θα καταχωρηθεί πολύ ψηλά, αν όχι στην ψηλότερη θέση”.
Το πόσο ψηλά μας καταχώρησαν το έδειξαν πολύ σύντομα, ξέχασαν τη Χάρτα του Ατλαντικού, μας οδήγησαν στον εμφύλιο και μας καταχωρούν και σήμερα πολύ ψηλά χωρίς φυσικά την έλλειψη των “περήφανων” δικών μας κομπραδόρων που είναι ασυναγώνιστοι στη δουλοπρέπεια και την υποτέλεια παγκοσμίως... Οι Έλληνες είναι ακατανίκητοι όταν έχουν ηγεσία.
Ο Ντε Γκωλ: “Η στάση της Ελλάδος δημιουργεί γι’ αυτήν δικαιώματα αναμφισβήτητα... Η Ελλάδα είναι το σύμβολο της βασανισμένης, ματωμένης αλλά ζωντανής Ευρώπης. Δεν ήταν ποτέ μια ήττα τόσο αξιότιμη για εκείνους που την υπέστησαν.”
Δεν υστέρησαν σε επαίνους και θαυμασμό πολλοί πρώην πρωθυπουργοί και διπλωμάτες από την Ευρώπη και την Αμερική και ο διεθνής τύπος και οι ραδιοφωνικοί σταθμοί, αλλά εδώ περιορίζομαι μόνο στην αναφορά της τουρκικής εφημερίδας Bahid η οποία σε μια πρόταση μόνο συμπυκνώνει τον παγκόσμιο θαυμασμό: “Η Ελλάς αποτελεί για όλο τον κόσμο παράδειγμα γενναιότητας”.
Ήταν η επίθεση της άνοιξης από 9-15 Μαρτίου 1941 όπου με 30 μεραρχίες ο ίδιος ο Μουσολίνι διηύθυνε την επιχείρηση Primavera, που απέτυχε παταγωδώς και απογοητευμένος και ταπεινωμένος έφυγε για τη Ρώμη, παρά την βρετανική ολιγωρία.
Από τις μυστικές επιστολές του Χίτλερ προς τον Μουσολίνι προκύπτει και ένα άλλο σημαντικό γεγονός που επιβεβαιώνει την αλλαγή της πορείας του Β’ Παγκοσμίου πολέμου.
Ο Χίτλερ έγραφε:
“Το 1940 και τον Ιανουάριο του 1941 αποφάσισα να βάλω το σύρτη στη δυτική είσοδο της Μεσογείου. Για τον σκοπό αυτό συναντήθηκα με τον Πρόεδρο της Ισπανικής Κυβέρνησης. Αν επερχόταν τότε η συμφωνία, θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί το μεγάλο μεσογειακό σχέδιό μου... Η ατυχής αρχική έκβαση της Μάχης της Ελλάδος ενθάρρυνε τους Άγγλους να επιτεθούν νικηφόρα στη Λιβύη. Και τότε, για πρώτη φορά, ο στρατηγός Φράνκο φάνηκε διστακτικός. Από τότε όλες οι μελλοντικές προσπάθειες να πεισθούν οι Ισπανοί να μπουν στον πόλεμο στο πλευρό μας αποδείχθηκαν μάταιες. Όσον αφορά τις στρατιωτικές συνέπειες, αυτές απέβησαν, Ντούτσε, σοβαρές εις το έπακρον. Η Αγγλία θα έχει στη διάθεσή της ένα σχετικό αεροπορικών βάσεων, οι οποίες θα τη φέρουν όχι μόνον πλησιέστερα στις πετρελαιοπηγές του Πλοέστι, αλλά και σε άμεση γειτνίαση με όλη τη Νότια Ιταλία και ιδιαιτέρως με τους λιμένες επιβιβάσεως της Ιταλίας και Αλβανίας. Δεν τολμώ ούτε καν να αναλογισθώ τις επιπτώσεις αυτής της κατάστασης.”
Στο ημερολόγιό του στις 4 και 11 Δεκεμβρίου του 1940, ο Joseph Goebbels σημειώνει: ”Οι Ιταλοί υφίστανται από τους Έλληνες τη μια πανωλεθρία μετά την άλλη. Το όλο σχέδιο είναι σαθρό απ’ άκρη σ’ άκρη.
Συζητώ με τον Jodl την ελληνική εκστρατεία. Οι κρίσεις του για την στρατιωτική άποψη της επιχείρησης είναι απαισιόδοξες. Η Ρώμη έχει πραγματικά βάλει τροχοπέδη στα σχέδιά μας”.
Ο νικηφόρος πόλεμος της Ελλάδας ενάντια στον ιταλικό φασισμό, συνέβαλε και στην ανατροπή της φιλογερμανικής κυβέρνησης του πρωθυπουργού Τσβέτκοβιτς στη Γιουγκοσλαβία. Ήταν όμως πολύ αργά για την Γιουγκοσλαβία να οργανώσει την αντίσταση στις γερμανικές στρατιές τις πρώτες μέρες της εισβολής.
Κάθε μέρα επί δυο μήνες που η γερμανική αεροπορία ασχολούνταν στην Ελλάδα με την εκκένωση των συμμαχικών στρατευμάτων, επέτρεψε στη σταθεροποίηση της κατάστασης των Άγγλων στη Λιβύη και απέτρεψε τη μεταφορά πολεμικού υλικού στο Τομπρούκ.
Το Φεβρουάριο του 1945 ο Χίτλερ ομολόγησε στους στρατηγούς του τα αίτια καθυστέρησης της επίθεσης στη Σοβιετική Ένωση λέγοντας: “Αναγκασθήκαμε παρά τη θέλησή μας να επέμβουμε στα γεγονότα των Βαλκανίων, απ’ όπου ακολούθησε αναπόφευκτα η καταστρεπτική καθυστέρηση της προετοιμασίας μας κατά της Ρωσίας”.
Σε συνομιλίες με τον Μαρτίν Μπόρμαν, ο Χίτλερ χαρακτήριζε την εκστρατεία του Μουσολίνι στην Ελλάδα ως “την αφορμή που χάσαμε τον πόλεμο”.
Και στο συμμαχικό δικαστήριο της Νυρεμβέργης οι Γερμανοί στρατηγοί αποκάλυψαν ότι αρχικώς η εκστρατεία κατά της Ρωσίας θα άρχιζε την 11η, 15η, ή το πολύ την 18η του Μάη. Πέρα τούτων, η ελληνική αντίσταση επέφερε αναστάτωση στα γερμανικά σχέδια για την εκδίωξη των Βρετανών από την Αίγυπτο και την Ανατολική Μεσόγειο, καθυστέρησε τόσο ώστε να μην παρουσιάζει για τους Γερμανούς τα πλεονεκτήματα εκείνα και τις προϋποθέσεις μοναδικές, οι οποίες υπήρχαν και δεν έγινε δυνατόν να επανέλθουν ποτέ.
Η αντίσταση του λαού μας, όχι μόνο καθυστέρησε για έξι εβδομάδες την επιχείρηση “Μπαρμπαρόσα”, αλλά ευνόησε πολύ τους “συμμάχους” μας Άγγλους, γιατί ο χρόνος αντίστασης της “μικρής Ελλάδος” κατά της Ιταλίας τους έδωσε τη δυνατότητα να φέρουν το 1941 πάνω από 700 χιλιάδες στρατό από τις αποικίες μέσω του Σουέζ και να εξασφαλίσουν ναυτική και χερσαία υπεροχή στην Ανατολική Μεσόγειο και στην Εγγύς και Μέση Ανατολή. Έτσι έκοψαν το δρόμο των Γερμανοϊταλών προς την Αίγυπτο, την Κύπρο, το Λίβανο, την Παλαιστίνη, τη Μεσοποταμία και το Ιράν.
Η ισχυροποίηση της Αγγλίας στην Ανατολική Μεσόγειο ανέκοψε και τις ορέξεις της Τουρκίας προς τον Καύκασο και την ανάγκασε να κλειδώσει στο χρονοντούλαπο τις μυστικές διαπραγματεύσεις με την εχθρική πάντα Γερμανία προς την Ελλάδα και να κρατήσει ουδέτερη στάση. Πιστή πάντα στα σχέδια του Χίτλερ η Τουρκία απέρριψε όλες τις προσπάθειες των συμμάχων να την πείσουν να κηρύξει τον πόλεμο κατά του Άξονα. Ο Τσόρτσιλ στον 6ο τόμο των απομνημονευμάτων του αναφέρεται στο γεγονός αυτό. “Δεν ξέρουμε ποια θα ήταν η εξέλιξη του πολέμου αν η Τουρκία κήρρυτε τον πόλεμο κατά της Σοβιετικής Ένωσης από την πλευρά του Καυκάσου”.
Τα χαράματα 6 Απριλίου τα γερμανικά στρατεύματα ξεκινούν να προσβάλλουν την ελληνοβουλγαρική μεθόριο στην οχυρωματική “γραμμή Μεταξά”. Εδώ, στο οχυρό Ρούπελ, καθώς η στενωπός του είναι η κύρια δίοδος εισβολής στην Ελλάδα από τη Βουλγαρία, γράφτηκε μια από τις επικότερες και συγκλονιστικότερες σελίδες του ελληνογερμανικού πολέμου, ένα νέο “ΟΧΙ” στο γερμανικό φασισμό, όπου ακόμα και ο εχθρός ένιωθε την ανάγκη να εκθειάσει την ελληνική ανδρεία με δέος, συμπάθεια και θαυμασμό.
Ο επικεφαλής των δυνάμεων εισβολής στρατάρχης Fon List στην Ημερήσια Διαταγή αναγνώριζε τη “γενναιότητα των Ελλήνων στρατιωτών” και συνιστούσε “εις τους Γερμανούς να τους μεταχειριστούν όπως αξίζει εις γενναίους στρατιώτας...”.
Στο ανακοινωθέν που εξέδωσε το Στρατηγείο του Χίτλερ, στις 11 Απριλίου 1941, ανέφερε τα ακόλουθα: “Εκλεκτά Ελληνικά στρατεύματα υπεράσπισαν με εντελώς εξαιρετικόν ηρωισμόν τα οχυρά της γραμμής Μεταξά. Προεκλίθηκαν κατ' αυτόν τον τρόπο συγκρούσεις εξ’ εγγυτάτης αποστάσεως, τόσον πείσμονες και έντονοι, όσον δεν είχον λάβει μέχρι τούδε εις κανένα άλλον πολεμικόν θέατρον”.
Γερμανός αξιωματικός της αεροπορίας για την αντίσταση του στρατού μας κατά των Γερμανών στην Ανατολική Μακεδονία και Θράκη έλεγε στον αντιστράτηγο Δέδε ότι οι στρατιώτες μας ήταν ο πρώτος και τελευταίος στρατός στον οποίο τα αεροπλάνα κάθετου εφόρμησης Στούκας δεν έσπερναν πανικό. “Αντί να φεύγουν αλλόφρονες όπως γινόνταν στη Γαλλία και στην Πολωνία, μας πυροβολούσαν από τις θέσεις τους”.
Και ο Χίτλερ δήλωνε στο χιτλερικό Ράιχσταγκ: “Η ιστορική δικαιοσύνη μου επιβάλλει να διαπιστώσω ότι μεταξύ των εχθρών οι οποίοι βρίσκονταν απέναντι μας, ο Έλλην στρατιώτης προ πάντων πολέμησε με το μεγαλύτερο θάρρος. Παρεδόθη μόνον, όταν η εξακολούθησης της αντιστάσεως δεν ήταν πλέον δυνατή και δεν είχε πλέον κανένα λόγο”.
Ακολούθησε η μάχη της Κρήτης που θα τον κάνει έξω φρενών. H μάχη της Κρήτης κόστισε στους Γερμανούς την καταστροφή της 7ης αεροκίνητης μεραρχίας, η οποία αποτελούσε την αιχμή της γερμανικής λόγχης, καλά εκπαιδευμένη και τυφλά αφοσιωμένη στον Φύρερ. Το μάθημα της Κρήτης άλλαξε τα σχέδια του Χίτλερ για παρόμοια αεροπορική απόβαση στην Κύπρο, στο Λίβανο και στην Παλαιστίνη. Καθυστέρησε την επίθεση στη Σοβιετική Ένωση και σε όλη τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου πολέμου η Γερμανία δεν μπόρεσε να δημιουργήσει παρόμοια αεροκίνητη μεραρχία.
Προκαλούν ιδιαίτερο ενδιαφέρον οι απαντήσεις του υπουργού της πολεμικής βιομηχανίας του Χίτλερ Σπέερ για το “ΟΧΙ” των Ελλήνων. “Ο Χίτλερ μετά το 1942 στις διμερείς συζητήσεις μας, κάνοντας κατά κάποιο τρόπο απολογισμό της μέχρι τότε πορείας του πολέμου, τερμάτιζε πάγια τους συνήθως μακροσκελείς του μονολόγους με το να αναθεματίζει το χάσιμο πολύτιμου χρόνου στην Ελλάδα. Κι’ αυτό που τον είχε κυριολεκτικά εξοργιώσει τα τελευταία χρόνια, ήταν ότι είχε συνειδητοποιήσει, ότι “όλη η στρατηγική σύλληψη, που είχε διαμορφώσει ετοιμάζοντας τον πόλεμο κατά της Ρωσίας, εξουδετερώθηκε απ’ τον Ελληνοϊταλικό πόλεμο. Κι' εγώ προσωπικά κι' όλοι οι αξιωματούχοι του Γ’ Ράιχ, -λέει ο Σπέερ- μείναμε έκπληκτοι από το γεγονός ότι μια περιοχή που δεν την φανταζόμασταν κανείς στα Βαλκάνια, παρουσίασε το φαινόμενο αυτό της αντίστασης των Ελλήνων.
Και όταν την άνοιξη του 1945 ο Χίτλερ έχασε τον πόλεμο, η ιστορία αυτή του πολέμου με την Ελλάδα τον έκανε νευρικό γιατί απέδιδε την ήττα στη Ρωσία στο χάσιμο των κρίσιμων εβδομάδων του Μαΐου του 1941”.
Η θάλασσα υπήρξε πάντα το λίκνο, το προπύργιο και ο θρόνος της ζωής και της ελευθερίας της φυλής μας. Οι θυσίες και η τόλμη του πολεμικού και εμπορικού μας ναυτικού είναι εφάμιλλες με το ολοκαύτωμα του στρατού μας στη χερσαία Ελλάδα.
Μέχρι τον Απρίλη του 1941 και ο πολεμικός μας στόλος, με βάση εξόρμησης τη Σαλαμίνα, απλώνεται μέχρι τις ακτές της Αδριατικής και προσβάλλει καίρια τις στρατιωτικές θαλάσσιες νηοπομπές των Ιταλών. Οι άθλοι των υποβρυχίων “Παπανικολής”, “Λάμπρος Κατσωνης”, “Νηρεύς”, “Τρίτων” περνάνε στην περιοχή του θρύλου.
Από τον Απρίλη όμως του 1941, με την αρχή της τριπλής κατοχής, μέχρι τον Οκτώβρη του 1944, ο στόλος και τα υποβρύχιά μας φεύγουν σαν τα αποδημητικά πουλιά από τη μητέρα-πατρίδα για τη συνέχιση της μάχης της Ελλάδας με βάσεις πλέον εξόρμησης την Αίγυπτο, τη Μέση Ανατολή, τη Μάλτα και τους πέντε ωκεανούς.
Οι σύμμαχοι χαρακτήρισαν το εμπορικό μας ναυτικό “τέταρτο όπλο”. Στο θαλάσσιο μέτωπο των πέντε ωκεανών με νηοπομπές από τα λιμάνια των ΗΠΑ, του Καναδά, της Αγγλίας, της Αυστραλίας, της Ινδίας και της Νότιας Αφρικής, εφοδίαζε τις στρατιές των συμμάχων με τρόφιμα, πολεμικό και υγειονομικό υλικό, φτάνοντας μέχρι τα παγομένα νερά του Μούρμανσκ και του Αρχάγγελου, στο Βόρειο Πόλο.
Η Ναυτική Ένωση, τμήμα της ΟΕΝΟ, έκαναν σύνθημα το “κρατάμε τα πλοία εν κινήσει”. Το σύνθημα αυτό το έκαναν καθημερινή πράξη. Με το πάθος και την αυτοθυσία, πολλά μέλη της Ναυτικής Ένωσης ήταν δυο, τρεις και τις περισσότερες φορές “περισωθέντες ναυαγοί” πλοίων, που τορπιλλίστηκαν στη διάρκεια του μεταφορικού έργου τους. Και πάλι μπάρκαραν για δεύτερη, τρίτη, τέταρτη και πολλές φορές και πέμπτη φορά. Χωρίς υπερβολή, τα πληρώματα των ελληνικών εμπορικών καραβιών που έκαναν τις συμμαχικές μεταφορές, είχαν αναδειχθεί σε άξιους πρωταγωνιστές, σε πραγματικούς ήρωες στον ιδιότυπο μα τόσο σκληρό πόλεμο των μεταφορών.
Πάνω από 10 χιλιάδες ναύτες και αξιωματικοί του εμπορικού μας ναυτικού και 447 πλοία βρήκαν το βυθό στους πέντε ωκεανούς στον συμμαχικό πόλεμο από την αεροπορία και τις τορπίλες των γερμανικών υποβρυχίων. Στις 50 και πάνω νηοπομπές που κατευθύνονταν στο Μούρμανσκ της ΕΣΣΔ, κυριαρχούσαν τα ελληνικά καράβια τα οποία ο Τσόρτσιλ στην αλληλογραφία με τον Στάλιν τα παρουσιάζει ως βρετανικά.
Οι μεγαλοεφοπλιστές “τιμούν” τη δόξα και τον ηρωισμό των ναυτών και αξιωματικών του εμπορικού ναυτικού που θυσιάστηκαν στο Β’ Παγκόσμιο πόλεμο, με τις πιο αντεθνικές πράξεις οδηγώντας σε βίαιο εξοβελισμό χιλιάδων Ελλήνων ναυτικών από την ποντοπόρα ναυτιλία. Πάσχουν από τη θανατηφόρα αιχμαλωσία της επιδημίας του υπερκέρδους που δεν γνωρίζει εθνική ηθική και αξίες.

18 Φεβ 2017

ΤΟ ΠΑΛΑΙΟ ΚΥΒΕΡΝΕΙΟ ΤΗΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ

ΟΙ ΔΙΑΔΟΧΙΚΕΣ ΦΑΣΕΙΣ ΚΥΡΙΟΤΗΤΑΣ ΤΟΥ ΠΑΛΑΙΟΥ ΚΥΒΕΡΝΕΙΟΥ ΤΗΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ (1915-1948)


Το κτίριο το οποίο σήμερα φιλοξενεί το Λαογραφικό Εθνολογικό Μουσείο Μακεδονίας - Θράκης, κτίσθηκε περίπου το 1906 και υπήρξε η κατοικία του Ιακώβ Σαούλ Μοδιάνο.
Λαογραφικό Εθνολογικό Μουσείο Μ-Θ

Έπαυλη Μοδιάνο


Μετά την απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης ο δήμος Θεσσαλονίκης αγόρασε το κτίριο και το δώρισε στον βασιλιά Κωνσταντίνο. Αργότερα υπήρξε η έδρα του εκάστοτε γενικού διοικητή της Μακεδονίας. Διέμειναν σ' αυτό οι Φ. Δραγούμης, Στ. Γονατάς, Π. Ράλλης κ. ά. Στη συνέχεια στεγάστηκαν διαδοχικά η Στρατιωτική Ιατρική Σχολή και η Ιερατική Σχολή. Κατά την δικτατορία, κατοίκησε σ’ αυτό ο στρατηγός Πατίλης. Το 1970 ιδρύθηκε το Λαογραφικό και Εθνολογικό Μουσείο Μακεδονίας, στο οποίο παραχωρήθηκε κατά χρήση το κτίριο, γνωστό τότε ως «Παλαιό Κυβερνείο»1.
Περισσότερα και πιο αναλυτικά στοιχεία για την ιστορία του Κυβερνείου, προκύπτουν από την εξέταση του φακέλου με τα σχετικά έγγραφα που διαθέτει το Δημοτικό Αρχείο του Κ. I. Θ.2 Με τα στοιχεία αυτά διαφωτίζονται άγνωστες πτυχές του δημόσιου βίου της Θεσσαλονίκης αναφορικά σε γεγονότα και λεπτομέρειες που δεν συναντούμε στην μέχρι τώρα υπάρχουσα βιβλιογραφία.
Τα έγγραφα αυτά χρονολογούνται μεταξύ 14-8-1914 και 4-4-1948. Τις πρώτες όμως συγκεντρωμένες πληροφορίες αντλούμε από δύο υπομνήματα της 19 Νοεμβρίου 1920 που υπογράφονται από τον τότε Γενικό Γραμματέα του δήμου Θεσσαλονίκης Κωνσταντίνο Κορδάτο, το πρώτο με θέμα "Περί των ενεργειών του Δημάρχου κ. Οσμάν Σαΐτ δια την αγοράν της οικίας Σαούλ Μοδιάνο, ως ανακτόρου της Αυτού Μεγαλειότητος του Βασιλέως Κωνσταντίνου" και το δεύτερο "Περί των ενεργειών του Δημάρχου Κωνσταντίνου Αγγελάκη δια την αγοράν της οικίας I. Σ. Μοδιάνο, ως ανάκτορον της Α. Μ. του βασιλέως Κωνσταντίνου".
Στο πρώτο υπόμνημα, αναφέρονται οι ενέργειες του τότε δημάρχου Οσμάν Σαΐτ Μπέη3, προκειμένου να εξασφαλίσει ένα μόνιμο κατάλυμα για τον βασιλιά Κωνσταντίνο, ο οποίος (όπως επισημαίνεται σε σχετικό έγγραφο που περιγράφει συζήτηση κατά την διάρκεια συνεδρίασης του Δημοτικού Συμβουλίου), όταν επισκέπτεται τη συμπρωτεύουσα, φιλοξενείται συνήθως στην έπαυλη φιλικής του οικογένειας.
Στο πρώτο υπόμνημα αναφέρονται τα εξής:
(Ο δήμαρχος Οσμάν Σαΐτ)
  1. "Προυκάλεσε την υπ αριθ. 41 της 20 Φεβρουαρίου 1914 πράξιν του δημοτικού Συμβουλίου προς εξεύρεσιν καταλλήλου οικήματος δι’ ανάκτορον της Α. Μ. του Βασιλέως Κωνσταντίνου.
  2. Προυκάλεσε την υπ αριθ. 63 της 27 Μαρτίου 1914 πράξιν του Συμβουλίου δι’ ής απεφήνατο τούτο υπέρ της αγοράς της οικίας του Σαούλ Μοδιάνο ως καταλλήλου δια τον σκοπόν τούτον και αντί τιμήματος δραχμών 400.000, ήτοι φράγκων χρυσών και δια της οποίας πράξεως παρεκλήθη η Αυτού Μεγαλειότης ο Βασιλεύς όπως ευδοκήση και δεχθή την δωρεάν, κατόπιν της ενεργείας ταύτης προυκλήθη η ψήφισις του υπ' αριθ. 616 νόμου δι' ου επετράπη η συνομολόγησις δημοτικού δανείου προς αγοράν του ανακτόρου τούτου. 
  3. Προυκλήθη η υπ αριθ. 79 της 24ης Απριλίου 1914 πράξις του Συμβουλίου, δι’ ής εδωρήθη το ανάκτορον τούτο εις την Αυτού Μεγαλειότητα τον Βασιλέα Κωνσταντίνον. 
  4. Προυκλήθη η υπ’ αριθ. 187 της 14ης Αυγούστου 1914 απόφασις του Συμβουλίου, δι’ ης καθωρίσθη ο τρόπος της πληρωμής του αντίτιμου της οικίας και ο χρόνος της παραδόσεως αυτής. 
  5. Τελευταίον προυκλήθη η υπ’ αριθ. 200 της 28 Αυγούστου 1914 απόφασις του Συμβουλίου δι ης καθωρίσθησαν αι εγγυήσεις τας οποίας παρέσχεν ο δήμος δια την ολοσχερή πληρωμήν του αντιτίμου του ανακτόρου και των τόκων μέχρις επιτεύξεως του εγκριθέντος δανείου του δήμου μετά της Εθνικής Τραπέζης της Ελλάδος.
Των ανωτέρω αναφερομένων αποφάσεων του δημοτικού Συμβουλίου εγκριθεισών [...] υπό της Νομαρχίας.
Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω πράξεων εξεδόθη το υπ αριθ. 234 του 1915 ψήφισμα του δημοτικού Συμβουλίου εγκριθέντος δια της υπ’ αριθ. 17937 της δευτέρας Οκτωβρίου 1915 αποφάσεως της Νομαρχίας δι’ ης ενεκρίθη η σύνταξις του υπ αριθ. 8046 της 5ης του μηνός Οκτωβρίου 1915 προσυμφώνου πωλήσεως όπερ συνετάχθη μεταξύ του τότε Δημάρχου κ. Οσμάν Σαΐτ και του ιδιοκτήτου Ιακώβ Σαούλ Μοδιάνο υπό τοις εν αυτώ αναφερομένοις όροις.
Έκτοτε ουδεμία ενέργεια εγένετο μέχρι της 25ης Αυγούστου 1916, τότε ο Ιακώβ Σαούλ Μοδιάνο εκοινοποίησε εξώδικον πρόσκλησιν μετά διαμαρτυρίας προς τον δήμον δι’ ης προσεκάλεσε τον δήμον όπως προσέλθη ενώπιον του Συμβολαιογράφου Ροζάκη την 30 Αυγούστου 1916 προς σύνταξιν του οριστικού συμβολαίου αγοραπωλησίας και καταβολήν του αντιτίμου συμφώνως τω ως είρηται προσυμφώνου έν τη προσκλήσει δε τούτου προβάλλει τον ισχυρισμόν ότι οι λόγοι ένεκα των οποίων δεν ηδυνήθη εντός της διά του προσυμφώνου ορισθείσης ενιαυσίου προθεσμίας προς άρσιν των υποθηκών και προσημειώσεων επί του εν λόγω κτήματος προέρχονται εκ του υφισταμένου τότε δικαιοστασίου.
Εις απάντησιν της προσκλήσεως ταύτης ο δήμος εκοινοποίησε προς τον Μοδιάνο την 30 Αυγούστου 1916 δήλωσιν δι’ ης εδήλωσεν εις αυτόν ότι η πρόσκλησις αυτού προς σύνταξιν του οριστικού συμβολαίου αγοραπωλησίας και καταβολήν του τιμήματος της οικίας δεν είναι νόμιμος ούτε σύμφωνος προς τοις όροις του υπ αριθ. 8046 του 1915 προσυμφώνου πωλήσεως κλπ. δι’ οις λόγοις εν δηλώσει ταύτη αναγράφοντα.
Ο κ. Μοδιάνο εις απάντησιν της δηλώσεως ταύτης εκοινοποίησεν την 5 Σεπτεμβρίου 1916 ετέραν πρόσκλησιν προς τον δήμον δι’ ης επανέλαβε τα ιδία ως και δια της πρώτης προσκλήσεως του και προσεκάλεσε τον δήμον ίνα προσέλθη ενώπιον του ανωτέρω αναφερομένου συμβολαιογράφου Ροζάκη την 5 του μηνός Οκτωβρίου 1916 προς σύνταξιν του οριστικού πωλητηρίου συμβολαίου.
Μέχρι του σημείου τούτου διεχειρίζετο την δημοτικήν εξουσίαν ο κ. Δήμαρχος Οσμάν Σαΐτ, ότε επελθούσης της επαναστάσεως απεμακρύνθη της εξουσίας. Αλλ’ εις απάντησιν και της τελευταίας ταύτης προσκλήσεως του κ. Μοδιάνο ο δήμος εκοινοποίησε προς αυτόν την 12 Δεκεμβρίου 1916 εξώδικον απάντησιν δι’ ης εδήλωσεν ότι ο δήμος ήτο πρόθυμος ν αγοράσει την εν λόγω οικίαν συμφώνως τοις όροις του προσυμφώνου πωλήσεως αλλά ελευθέραν παντός βάρους.
Εντεύθεν άρχεται η ενέργεια του κ. Κωνστ. Αγγελάκη διορισθέντος μετά την επανάστασιν Δημάρχου, αι δε ενέργειαι αυτού αναφέρονται εις το έτερον υπό σημερινήν χρονολογίαν υπόμνημα’’.
Ακολουθεί το δεύτερο υπόμνημα, στο οποίο αναφέρονται οι ενέργειες του διαδεχθέντος στο αξίωμα του δημάρχου τον Οσμάν Σαΐτ, Κωνσταντίνου Αγγελάκη:
"1) Προυκάλεσεν την υπ αριθ. 139 της 7 Ιουλίου 1917 πράξιν του Συμβουλίου προτείνας εις αυτό όπως ο δήμος προβή εις την αγοράν του οικήματος Μοδιάνο όπερ προορίζετο ως δώρον προς τον έκπτωτον Βασιλέα και το οποίον εχρησίμευσεν επί δέκα μήνας ως κατάστημα της προσωρινής Κυβερνήσεως. Το Συμβούλιον ενέκρινε την αγοράν χωρίς να καθορίσει τον σκοπόν δι’ ον θέλει χρησιμεύσει.
2) Προυκάλεσε την υπ αριθ. 369 του 1918 πράξιν του δημοτικού Συμβουλίου δι’ ης ενεκρίθη κατ’ αρχήν ν αγορασθή υπό του δήμου το Μέγαρον του Μοδιάνο όπερ επί Προσωρινής Κυβερνήσεως εχρησιμοποιήθη ως κυβερνείον και διά της οποίας διωρίσθη επιτροπή εκ δημοτικών Συμβούλων όπως έλθη εις διαπραγμάτευσιν προς οριστικήν αγοράν μετά του Μοδιάνο.
3) Προυκλήθη υπ αυτού η υπ’ αριθ. 166 του 1919 ετέρα πράξις του δημοτικού Συμβουλίου περί καταβολής τω Μοδιάνω ποσού δρχ. 1928 δι’ όσα κατέβαλε δι’ ασφάλιστρα της εν λόγω οικίας.
4) Προυκάλεσε την υπ’ αριθ. 431 της 5 Δεκεμβρίου 1918 πράξιν του Συμβουλίου δι’ ης ενέκρινε την αγοράν αντί ποσού δρχ. 500.000.
4α) Προυκάλεσε την υπ αριθ. 50 του 1919 πράξιν περί συνομολογήσεως δανείου εκ δραχμών 560.000 δια την πληρωμήν δραχμών 500.000 δια το τίμημα της οικίας εκ δραχμών 60.000 δια την πληρωμήν καθυστερουμένων τόκων μέχρι της οριστικής υπογραφής του Συμβολαίου αγοραπωλησίας.
5) Προυκλήθη η υπ’ αριθ. 81 της 5 Φεβρουαρίου του έτους 1920 πράξις δι’ ης εξουσιοδοτήθη ο Δήμαρχος να υπογράψω το Συμβόλαιον της οριστικής αγοράς της εν λόγω οικίας υπό του δήμου, υπό τον όρον όπως λάβη μέρος και η Τράπεζα της Ανατολής ως πρώτος ενυπόθηκος του κτήματος τούτου προς ασφάλειαν του Δήμου δια την μη άρσιν τυχόν των βαρών του κτήματος τούτου.
6)Κατόπιν των ανωτέρω εγγράφων και μετά την έγκρισιν της συνομολογήσεως του δανείου δια της υπ αριθ. 17047 Π. Σ. διαταγής του υπουργείου των Εσωτερικών συνετάχθη το υπ’ αριθ. 3810 συμβόλαιον του ενταύθα Συμβολαιογράφου Βασιλείου Δικαιοφύλακος περί οριστικής μεταβιβάσεως του κτήματος τούτου εις τον δήμον, το δε ποσόν των δραχμών 500.000 κατετέθη εις το ενταύθα υποκατάστημα της Τραπέζης Ανατολής.
7) Την 7 Μαρτίου 1920 συνετάχθη ενώπιον του Συμβολαιογράφου Ιωάννου Παρθένη το υπ αριθ. 9546 εγγυητικόν μεταξύ δήμου και Τραπέζης Ανατολής, δι’ ου εγγυήθη η εν λόγω Τράπεζα προς τον δήμον δια την άρσιν των υποθηκών και προσημειώσεων επί του κτήματος τούτου, και την καταβολήν εις το δημοτικόν Ταμείον την αξίαν των βαρών των ανωτέρω προσημειώσεων και υποθηκών, εάν εντός της ταχθείσης διετούς προθεσμίας δεν αρθώσι τα άνω ρηθέντα βάρη υπό του Ιακώβ Σαούλ Μοδιάνο, μετά δε την καταβολήν ταύτην υπό της Τραπέζης της Ανατολής ο δήμος Θεσσαλονίκης εκχωρεί από τούδε διά του παρόντος προς την Τράπεζαν ταύτην πάντα τα δικαιώματα αυτού και τας συναφείς αγωγάς του κατά του ρηθέντος Ιακώβ Σαούλ Μοδιάνο τ’ απορρέοντα εκ του ρηθέντος υπ’ αριθ. 3810 πωλητηρίου συμβολαίου και τ' απορρέοντα εκ του παρόντος συμβολαίου προς τούτοις δέ η αυτή ως άνω Τράπεζα της Ανατολής εγγυάται αλληλεγγύως και εις ολοκλήρου με τον πωλητήν Ιακώβ Σαούλ Μοδιάνο ότι εντός διετίας από της συντάξεως του παρόντος θα εξαλείψω πάντα τα βαρύνοντα το ακίνητον βάρη, υποθήκας, προσημειώσεις, κατασχέσεις και παν άλλο βάρος το οποίον θα υφίσταται μέχρι της επομένης της μεταγραφής του ρηθέντος πωλητηρίου συμβολαίου προς κύρωσιν της αποκλειστικής αλληλέγγυου ταύτης υποχρεώσεως της, υπισχνείται να επιστρέψη το τίμημα καθ’ ην περίπτωσιν άμα τη λήξει της διετίας δεν θα είχον εξαλειφθή από το ακίνητον άπαντα τα ανωτέρω βάρη και αν ακόμη η εξάλειψις τούτων θα παρεκωλύετο υπό του νόμου 1073 του 1917 δυνάμει του οποίου τελούσιν υπό μεσεγγύησιν αϊ περιουσίαι εν γένει των Οθωμανών και ξένων υπηκόων.
Επί τη βάσει των ανωτέρω αναφερομένων συμβολαίων εγένετο η μεταγραφή εις τα βιβλία των μεταγραφών του υπ αριθ. 3810 πωλητηρίου συμβολαίου καθ’ α προκύπτει εκ του κατατεθειμένου εν τώ σχετι-κώ φακέλλω υπ’ αριθ. 702 της 20 Ιουνίου του 1919 πιστοποιητικού του υποθηκοφύλακος Θεσσαλονίκης."

Ας δούμε όμως τα γεγονότα πιο αναλυτικά.

Το θέμα ετέθη κατ' αρχήν στις 20 Φεβρουαρίου 1914 σε συνεδρίαση του Δημοτικού Συμβουλίου παρόντων των Δημοτικών Συμβού­ων: Ρακήμ εφέντη, Αβδουλραχμαν εφέντη, Ισάκ Φλωρεντή, Ηλία Μπενουζίλιο, Χατζή Χασάν εφέντη, Αλή Μπέη, Ναδρή εφέντη και του δημάρχου Οσμάν Σαΐτ Μπέη.
Ο δήμαρχος εισηγείται στα μέλη του Συμβουλίου ότι δεν είναι αξιοπρεπές για τον δήμο Θεσσαλονίκης όσες φορές επισκέπτεται την πόλη ο βασιλιάς, να είναι αναγκασμένος να διαμένει στην βασιλική θαλαμηγό ή σε ιδιωτική οικία. Γι’ αυτό κατά τη γνώμη του ο δήμος οφείλει εξ ονόματος της πόλης να βρει κατάλληλο οίκημα ως μόνιμη κατοικία του βασιλιά.
Το Δημοτικό Συμβούλιο μετά από σύσκεψη με αντικείμενο την πρόταση του δημάρχου αποφασίζει: 
  1. Να φροντίσει ο δήμος για την εξεύρεση κατάλληλων ανακτόρων.
  2. Επειδή ο δήμος βρίσκεται προς το παρόν σε οικονομική δυσχέρεια η οποία δεν επιτρέπει την άμεση καταβολή του ποσού που απαιτείται για έναν τέτοιο σκοπό, να εξετάσει το ενδεχόμενο τμηματικής εξόφλησης του αντιτίμου της αγοράς.
  3. Ο δήμος να έρθει σε επαφή με τη νομαρχία για την επιλογή κατάλληλων ανακτόρων και με τον ιδιοκτήτη του ακινήτου που θα επιλεγεί για την διαπραγμάτευση του απαιτούμενου ποσού.
Τέλος, το Δημοτικό Συμβούλιο αναθέτει στον δήμαρχο Σαΐτ να προβεί στις απαραίτητες ενέργειες για την έγκριση της (υπ' αρ. 41) ανωτέρω πράξεως.
Ο δήμαρχος υποβάλλει την πράξη του Δημοτικού Συμβουλίου στη Νομαρχία Θεσσαλονίκης, η οποία και την εγκρίνει.
Με επόμενη πράξη του (αρ. 63) στις 27 Μαρτίου 1914, το Δημοτικό Συμβούλιο προτείνει την εξαγορά του επί της Λεωφόρου Βασ. Όλγας παραλιακού οικήματος του I. Σ. Μοδιάνο, με τον κήπο και τα υπόλοιπα παραρτήματά του, μετά από σχετική συνεννόηση του δημάρχου με το νομάρχη Π. Αργυρόπουλο, επειδή αυτό το συγκεκριμένο κτίριο κρίθηκε ως το πλέον κατάλληλο από όσα βρίσκονται στην Θεσσαλονίκη.
Επίσης προτείνει την υπό του δήμου αγορά και εν ανάγκη απαλλοτρίωση και για το συνορεύον με την ιδιοκτησία του Μοδιάνο οικόπεδο του Σίδες, εκτάσεως 5000 περίπου πήχεων, το οποίο θα αποτελέσει μέρος των ανακτόρων. Ακόμη προτείνει την αγορά της παραλιακής οικίας του κ. Μοδιάνο με κήπο, αντί 400.000 δρχ. και αντί μιας οθωμανικής λίρας κατά πήχυ το οικόπεδο του Σίδες, μετά από σχετική συμφωνία με τους ιδιοκτήτες4.
Το Δημοτικό Συμβούλιο υπερψηφίζει τις προτάσεις του Οσμάν Σαΐτ και ο νομάρχης επικυρώνει την απόφαση με έγγραφο της 8ης Ιουνίου 1914.
Ωστόσο, όπως επισημαίνεται και πάλι σε επόμενη συνεδρίαση του Δημοτικού Συμβουλίου (Αριθ. πράξεως 187, 14 Αυγούστου 1914), λόγω των εκτάκτων περιστάσεων είναι αδύνατη η σύναψη δανείου από τον δήμο, ώστε να μπορεί αυτός να καταβάλει το αντίτιμο του "Βασιλικού Ανακτόρου" και επιπλέον η καταβολή της αξίας του από τα τακτικά έσοδα του δήμου δεν είναι εφικτή, υποβάλλονται σχετικές προτάσεις για τη λύση του προβλήματος και λαμβάνεται παμψηφεί η εξής απόφαση: 
Το Δημοτικό Συμβούλιο εγκρίνει τις προτάσεις του δημάρχου και τον εξουσιοδοτεί να διαπραγματευθεί με τον Ιακώβ Μοδιάνο για τον καθορισμό του τόκου, χωρίς όμως αυτός να υπερβαίνει τα 6%. Επίσης, να του δοθεί ως παρακαταθήκη το επί της οδού Βότση και απέναντι της εισόδου του Τελωνείου δημοτικό κτίριο, το οποίο χρησιμεύει ως αστυνομικός σταθμός, σε περίπτωση που η Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος αρνηθεί να εγγυηθεί για το υπόλοιπο μέρος το οποίο πρέπει να πληρωθεί εντός της πρώτης εξαμηνίας του 1915.
Την απόφαση υπογράφουν οι: Οσμάν Σαΐτ, Αβδουλραχμάν εφ., Αθαν. Καλλιδόπουλος, Γεώργ. Πεντζίκης, Ιακ. Μόλχο, Φιλώτας Παπαγεωργίου, Κύρος Κίρτσης, Ναδρή εφ., Χατζή Χασάν εφ., Ασσαέλ εφ.
Οι διαπραγματεύσεις του Δημοτικού Συμβουλίου με τον Μοδιάνο για την αγορά του ανακτόρου συναντούν όπως βλέπουμε στην πορεία τους κάποιες δυσκολίες, αφ' ενός λόγω της οικονομικής δυσπραγίας του δήμου και εφ’ ετέρου διότι το εν λόγω ακίνητο βαρύνεται με κάποιες υποθήκες και προσημειώσεις από οφειλές του ιδιοκτήτη σε ιδιώτες και σε δύο Τράπεζες (Τράπεζα της Ανατολής και Τράπεζα Αθηνών)5. Τα οικονομικά εμπόδια από πλευράς δήμου αίρονται μετά από την σύναψη δανείου με την Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος, για το οποίο δάνειο προηγουμένως εκδίδεται ειδικός νόμος του κράτους6. Ο Σαούλ Μοδιάνο από την πλευρά του υπόσχεται να παραδώσει το ακίνητο ελεύθερο παντός βάρους.
Οι σχετικές διαπραγματεύσεις καταλήγουν στο υπ’ αρ. 8046 "Προσύμφωνον πωλήσεως" δραχ. 18.0007 του οποίου το χειρόγραφο κείμενο παραθέτω ολόκληρο λόγω του ενδιαφέροντος που παρουσιάζει:
Έν Θεσσαλονίκη σήμερον την πέμπτην 5ην του μηνός Οκτωβρίου, του χιλιοστού εννεακοσιοστού δεκάτου πέμπτου 1915 έτους ημέραν Δευτέραν, ενώπιον Εμού του Συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης Αλεξάνδρου Γεωργίου, κατοικοεδρεύοντος ενταύθα, επί παρουσία και των μαρτύρων κ. Δημητρίου Δίγκα, Δικηγόρου και Βουλευτού Σερρών και Κωνσταντίνου Κορδάτου, Δημογραμματέως, κατοίκου Θεσσαλονίκης, γνωστών μοι, πολιτών Ελλήνων, ενηλίκων και μη εξαιρετέων. Ενεφανίσθησαν οι γνωστοί μοι και μη εξαιρετέοι επίσης αφ' ενός ο κος Οσμάν-Σαήτ Βέης Ίμπν-Ελ-Χακή Βέη, κτηματίας και Δήμαρχος Θεσσαλονίκης, υπό την ιδιότητα του ταύτην ενεργών και εκπροσωπών εν προκειμένω τον Δήμον Θεσσαλονίκης και αφ’ ετέρου ο κος Ιακώβ Σαούλ Μοντιάνο, κτηματίας, κάτοικοι αμφότεροι Θεσσαλονίκης, ο πρώτος τούτων μη γνωρίζων τελείως την Ελληνικήν ητήσατο να συνεννοηθεί Γαλλιστί, δι’ ο προσέλαβον ως διερμηνέα της εμπιστοσύνης του τον κον Μιχαήλ Ζουμετίκον, αρχιλογιστήν του Δήμου, κάτοικον Θεσσαλονίκης, γνωστόν μοι και μή εξαιρετέον όν ώρκισα κατά τον Νόμον επί του Ιερού Ευαγγελίου, ότι θέλει κάμει πιστήν και ακριβή διερμήνευσιν των θελήσεων και απαντήσεων αυτού ημίν και τω Συμβαλλόμενη Ελληνιστί, αυτώ δε Γαλλιστί ακριβή μετάφρασιν του περιεχομένου του παρόντος, και αμφότεροι (ο πρώτος δια του ρηθέντος διερμηνέως) εζήτησαν την σύνταξιν του παρόντος δι’ ου συνωμολόγησαν και απεδέχθησαν τα επόμενα: Ήτοι ότι αποφασισθείσης υπό του Δημοτικού Συμβουλίου Θεσσαλονίκης δια της υπ αριθμόν εξήκοντα τρία (63) παρελθόντος έτους Πράξεως του Δημοτικού Συμβουλίου Θεσσαλονίκης, εγκριθείσης δια της υπ αριθμόν 1519 και 4935 παρελθόντος έτους 1914 αποφάσεως του Νομάρχου Θεσσαλονίκης, της αγοράς της παρακατιόν αναφερομένης Οικίας του δευτέρου Συμβαλλομένου κ. Ιακώβ Σαούλ Μοντιάνο, υπό του Δήμου Θεσσαλονίκης, αντί τιμήματος φράγκων χρυσών Τετρακοσίων χιλιάδων, και προσφερθείσης είτα δια της υπ αριθμόν εβδομήκοντα εννέα (αριθ. 79) παρελθόντος έτους Πράξεως του Δημοτικού Συμβουλίου Θεσσαλονίκης, της οικίας ταύτης υπό του Δήμου προς την Α. Μ. Βασιλέα ημών Κωνσταντίνον τον Δωδέκατον και μη κατάστασης εφικτής μέχρι τούδε της οριστικής μεταβιβάσεως της οικίας ταύτης εις τον Δήμον ένεκα λόγων οικονομικών αφρρώντων τον ιδιοκτήτην Ιακώβ Σ. Μοντιάνο, ο Δήμος Θεσσαλονίκης έχων ανάγκην να παραλάβω εις την κατοχήν του την εν λόγω οικίαν, χρησιμεύουσαν ως Ανάκτορον της Α Μ. του Βασιλέως ημών, συνεφώνησε διά του Δημάρχου πρώτου Συμβαλλομένου, συμφώνως τω υπ’ αριθμόν Διακόσια Τριάκοντα Τέσσαρα (234) ενεστώτος έτους ψηφίσματι του Δημοτικού Συμβουλίου, εγ-κριθέντι διά της υπ' αριθμόν Δέκα επτά χιλιάδες ενεακόσια τριάκοντα επτά (17937) της Δευτέρας Οκτωβρίου τρέχοντος έτους 1915 Διαταγής της Νομαρχίας Θεσσαλονίκης, συνημμένων τω παρόντι των αντιγράφων του τε ψηφίσματος και της εγκρίσεως, μετά του ιδιοκτήτου Ιακώβ Σαούλ Μοντιάνο τα επόμενα.
1ον) Ο Ιακώβ Σαούλ Μοντιάνο έχων υπό την αποκλειστικήν κατοχήν, νομήν και κυριότητα του, Μίαν Οικίαν ανώγειον μετά του υπ’ αυτήν οικοπέδου, του προαυλίου Κήπου μετ’ ανθέων, δένδρων, ανθοδοχείων, εισόδου και λοιπών παραρτημάτων και προσαυξημάτων της, πανταχόθεν περιτοιχισμένων, κειμένην εντός της πόλεως Θεσσαλονίκης του ομωνύμου Δήμου, εν τη συνοικίαι Αναλήψεως και επί της λεωφόρου Βασιλίσσης Όλγας, υπ αριθμόν εβδομήκοντα δύο (72) συνορευομένων γύρωθεν με την λεωφόρον Βασιλίσσης Όλγας, οδόν Μοδιάνο, με θάλασσαν Θερμαϊκού κόλπου και με ιδιοκτησίαν Ιακώβ Σίδες, ανεγερθείσαν δαπάναις αυτού, του δε όλου Γηπέδου περιελθόντος εξ αγοράς δυνάμει των Οθωμανικών Τίτλων (Τοπίων), εγγεγραμμένων εις το Οικείον Οθωμανικόν Κτηματολόγιον Θεσσαλονίκης, τούς Οθωμανικούς τίτλους (ταπία), οφείλει ο ιδιοκτήτης Ιακώβ Σαούλ Μοντιάνο, να παραδώση κατά την ημέραν της συντάξεως του οριστικού της αγοραπωλησίας συμβολαίου, συνεφώνησε μετά του Δήμου Θεσσαλονίκης διά του πρώτου Συμβαλλομένου Οσμάν-Σαήτ Βέη Χακή Βέη υπό την ιδιότητα του Δημάρχου, να πωλήση και μεταβίβαση ταύτην προς τον Δήμον Θεσσαλονίκης, αντί τιμήματος φράγκων χρυσών τετρακοσίων χιλιάδων (400.000), και προβή εις την σύνταξιν του Πωλητηρίου Συμβολαίου, υπό τους κάτωθι όρους και προϋποθέσεις.
2ον) Ο αυτός ιδιοκτήτης Ιακώβ Σαούλ Μοντιάνο θα παραδώση την οικίαν ταύτην εις την χρήσιν του Δήμου, εντός πέντε ημερών από της υπογραφής του παρόντος Συμβολαίου, έναντι καταβολής αυτω εκ μέρους του Δήμου Θεσσαλονίκης του τόκου ενός έτους επί του συμπεφωνημένου τιμήματος της αγοράς της οικίας των φράγκων χρυσών τετρακοσίων χιλιάδων (400.000), προς τέσσαρα και ήμισυ τοις εκατόν ετησίως (4 1/2%) ήτοι ποσού φράγκων χρυσών Δέκα οκτώ χιλιάδων (18.000), και όπερ ποσόν κατέβαλεν ο πρώτος εκ του Δημοτικού Ταμείου και έλαβε παρ’ αυτού ο δεύτερος ενώπιον μας μετρηθέν.
3ον) Τα του δικαιώματος του ύδατος του διοχετευόμενου εις την εν λόγω οικίαν και προερχομένου εκ των πηγών των κειμένων παρά την θέσιν "Τρεις Βρύσαις" και κάτωθι αυτών εντός του χειμάρρου και πηγάζοντος εξ αρτεσιανών φρεάτων ορυχθέντων υπό του Ιακώβ Σαούλ Μοντιάνο, εισρεόντων εντός δεξαμενής και εκείθεν δια διοχετεύσεως σιδηρών Σωλήνων εις την εν λόγω οικίαν και ούτινος την αποκλειστικήν χρήσιν κέκτηται ο ανωτέρω κανονίζονται ως εξής: Εκ του ύδατος τούτου ο Ιακώβ Σαούλ Μοντιάνο, παραχωρεί δια την αποκλειστικήν χρήσιν της εν λόγω οικίας το ήμισυ της ποσότητας του ως άνω ρηθέντος ύδατος, όπερ θέλει ανήκει εις την κυριότητα του Δήμου, ως αγοραστού της πωλούμενης οικίας, το δε έτερον ήμισυ θ’ ανήκη και θα διατίθηται υπό του Ιακώβ Σ. Μοντιάνο, κατ’ οικείαν βούλησιν δια του λαχανόκηπου του λεγομένου "Κήπος Αγγέλου" ιδιοκτησίας αυτού, ως και δια τους σταύλους τους ανήκοντας αυτω.
4) Το οριστικόν της αγοραπωλησίας συμβόλαιον υποχρεούται ο Δήμος Θεσσαλονίκης να υπογράψει ευθύς ως ειδοποιηθεί υπό του Ιακώβ Σαούλ Μοντιάνο δι’ απλής επιστολής και τούτο εντός δύο μηνών από του χρόνου της ειδοποιήσεως να παραδεχθεί την μεταβίβασιν ταύτην και να καταβάλη το συμπεφωνημένον τίμημα των τετρακοσίων χιλιάδων φράγκων χρυσών, μετά την αφαίρεσιν εννοείται του μη δεδουλευμένου τόκου του αναλογούντος δια το χρονικό διάστημα το αρχόμενον από της ημέρας καταβολής του τιμήματος των τετρακοσίων χιλιάδων φράγκων χρυσών μέχρι λήξεως τους έτους από σήμερον.
5) Εάν μετά την ως άνω γενησομένη πρόσκληση υπό του ιδιοκτήτου Ιακώβ Σαούλ Μοντιάνο προς τον Δήμο Θεσσαλονίκης παρέλθει η τασσομένη δίμηνη προθεσμία και δεν συνταχθή το ρριστικόν πωλητήριον συμβόλαιον, ο δε Δήμος αρνηθή να δεχθή την μεταβίβαση της εν λόγω οικίας ως και την καταβολήν του ρηθέντος τιμήματος υποχρεούται ο Δήμος να καταβάλη αυτό τω Ιακώβ Σαούλ Μοντιάνω λόγω ποινικής ρήτρας του ποσού των φράγκων χρυσών εκατό χιλιάδων (100.000) εις ο περιορίζεται και η ζημία.
6) Εάν εντός έτους από σήμερον ο ιδιοκτήτης Ιακώβ Σαούλ Μοντιάνο, προσκαλούμενος υπό του Δήμου δια την σύνταξιν του της αγοραπωλησίας συμβολαίου δεν καταρθώση να καταστήση δυνατήν την μεταβίβαση του άνω κτήματος ελευθέρου παντός βάρους, εις τον Δήμον Θεσσαλονίκης, είναι υπόχρεως απέναντι του Δήμου τούτου εις πληρωμήν αυτού λόγω ποινικής ρήτρας και αποζημιώσεως φράγκων χρυσών εκατόν χιλιάδων, μόνον δε μετά την καταβολήν ταύτης ο Δήμος θα παραδώσει κενήν την οικίαν τω Ιακώβ Σαούλ Μοντιάνο.
7) Εάν κατά την λήξιν της δυνάμει του παρόντος τασσομένης προθεσμίας τα δύο συμβαλλόμενα μέρη απεφάσιζαν εκ συμφώνου να παρατείνουν την προθεσμίαν και την ισχύν του παρόντος, δύνανται να προβούν εις τούτο υπό τους αυτούς όρους της καταβολής δηλονότι του ποσού των φράγκων χρυσών δέκα οκτώ χιλιάδων (18.000) δια τόκον του ορισθέντος τιμήματος των τετρακοσίων χιλιάδων φράγκων χρυσών, δια το δεύτερον έτος οι αυτοί δε όροι του παρόντος θέλουν να εξακολουθήσουν να ισχύουν.
8) Τα έξοδα της οριστικής μεταβιβάσεως του εν λόγω κτήματος εις τον Δήμον εκανόνισαν ως εξής. Ήτοι ο μεν ιδιοκτήτης Ιακώβ Σαούλ Μοντιάνο θα καταβάλη προς τούτο το ποσόν των φράγκων χρυσών χιλίων, ο δε Δήμος παν υπόλοιπον δια τέλη χαρτοσήμου του συνταχθησομένου συμβολαίου της οριστικής μεταβιβάσεως εν καιρώ.
9) Η τιμή του εικοσόφραγκου εκανονίσθη μεταξύ των συμβαλλομένων, συμφώνως τη εν αντιγράφω τω παρόντι συνημμένη υπ αριθμόν Διακόσια δώδεκα (212) της ενδέκατης Σεπτεμβρίου τρέχοντος έτους 1915 αποφάσει του Δημοτικού Συμβουλίου Θεσσαλονίκης προς γρόσια χρυσά ογδοήκοντα επτά είκοσι δύο και ήμισυ εκατοστά (87 22 1/2%) η τιμή δε αυτή θέλει χρησιμεύση ως βάσις δια την πληρωμήν του τιμήματος της οικίας εις λίρας Τουρκίας, εν περιπτώσει καθ’ ην ο Δήμος δεν προτιμήσει να καταβάλει το τίμημα εις εικοσόφραγκα χρυσά και
10) Οι Σωλήνες διοχετεύσεως του εν άρθρου 3ω του παρόντος αναφερομένου ύδατος θα είναι κοινοί μεν από της πηγής αυτού μέχρι του σημείου εις ο οι σωλήνες συναντήσουν την λεωφόρον Όλγας, από δε του σημείου τούτου και πέρα μέχρι του εν τη πωλουμένη οικία τέρματος αυτού θα ανήκουν εις την αποκλειστικήν κυριότητα του Δήμου και ότι άπασαι αι εγκαταστάσεις ύδατος και φωτισμού και λοιπά κινητά εξαρτήματα του ακινήτου οίον λουτήρες, λέβητες πλυντηρίου και λοιπά, ως επίσης και άπαντα τα εν τω κήπω υπάρχοντα άνθη, ανθοκήπια και λοιπά κινητά και πεφυτευμένα είδη θα ανήκωσιν εις την αποκλειστικήν κυριότητα του Δήμου. Ταύτα συνομολογησάντων και συμπαραδεξαμένων αμοιβαίως των συμβαλλομένων συνετάγη το παρόν εν τω ενταύθα και επί της οδού Δημαρχίας κείμενον Δημαρχιακόν Κατάστημα επί της οδού Αλεξάνδρου του Μεγάλου και εν ιδιαίτερω Γραφείω του κου Δημάρχου, ένθα προς σύνταξη του παρόντος προσκληθείς μετέβην και όπερ αναγνωσθέν ευκρινώς και εντόνως ες επήκοον πάντων (διερμηνευθέν Γαλλιστί υπό του προρρηθέντος διερμηνέως τω πρώτω συμβαλλόμενω αποδεχθέντι τούτο και βεβαιωθέν υπογράφεται παρ’ όλων και εμού των συμβαλλομένων υπογραφόντων Γαλλιστί."
Οι διαπραγματεύσεις για την αγορά του οικήματος Μοδιάνο προχωρούν με βραδείς ρυθμούς και ενίοτε διακόπτονται εξαιτίας της κρίσιμης κατάστασης που επικρατεί κατά το διάστημα 1915-17.
Για τη συνέχεια του πράγματος αντλούμε πληροφορίες από την υπ αρ. 139 πράξη του Δημοτικού Συμβουλίου της 7ης Ιουλίου 1917. Από σχετικό αντίγραφο πληροφορούμαστε ότι ο Μοδιάνο ζήτησε να μάθει αν ο δήμος προτίθεται ν' αγοράσει το οίκημά του που έχει καταληφθεί από την προσωρινή Κυβέρνηση της Εθνικής Άμυνας ή να το εκκενώσει. Ταυτόχρονα δηλώνει ότι στην πρώτη περίπτωση έχει βρεί τρόπο να το πωλήσει καθ' όλους τους νόμιμους τύπους, παρά τις υφιστάμενες κατασχέσεις.
Τα ανωτέρω εκθέτει ο δήμαρχος Κ. Αγγελάκης, ο οποίος προσθέτει ότι το Μέγαρο του Μοδιάνο, στο οποίο στεγάσθηκε επί δέκα μήνες η Προσωρινή Κυβέρνηση και στο οποίο «σφυρηλατήθηκε η αποκατάσταση και η σωτηρία της Ελληνικής Πατρίδος», κατέστη πλέον εθνικό κειμήλιο και συνεπώς θα ήταν ιεροσυλία να αφεθεί στην κοινή χρήση. Γι’ αυτό εισηγείται την αγορά της οικίας από τον δήμο εν ανάγκη με σύναψη δανείου.
Την πρόταση του Κ. Αγγελάκη υπερψηφίζουν και υπογράφουν οι δημοτικοί σύμβουλοι:
Ν. Μάνος, Α. Μαμμωνάς, Λ. Θεοδωρίδης, Χατζή Χασάν, Α. Μ. Χασήδ, I. Μόλχο, Κ. Ρώμπαπας, Γ. Γιαννούλης, Κ. Κύρτσης, Ρακήμ εφ., Αβδουλραχμάν εφ., I Χακήμ8.
Με επόμενη πράξη του το Δημοτικό Συμβούλιο εκλέγει επιτροπή αποτελούμενη από τους Κ. Αγγελάκη, Μ. Ασσαέλ, Ν. Μάνο, Ξ. Παιανίδη και Αλή Εσρέφ Βέη για να διαπραγματευθεί με τον Μοδιάνο την οριστική αγορά του οικήματος9.
Οι προσπάθειες του δήμου Θεσσαλονίκης επιτυγχάνουν και έτσι στις 19 Ιουνίου 1919 υπογράφεται το συμβόλαιο οριστικής αγοράς του ακινήτου10.
Τις περαιτέρω ενέργειες του Δήμου Θεσσαλονίκης πληροφορούμαστε από την υπ αριθ. 431 πράξη του Δημοτικού Συμβουλίου της 5ης Δεκεμβρίου 1918, στην οποία υπογράφει ως δήμαρχος Θεσσαλονίκης ο Κ. Αγγελάκης.
Στην πράξη αυτή αναφέρεται ότι λόγω των επελθόντων πολεμικών γεγονότων αναβλήθηκε η διαδικασία της οριστικής αγοράς και μεταβίβασης της οικίας Μοδιάνο στον δήμο. Στη συνέχεια βέβαια, όταν τα πράγματα ομαλοποιούνται, το Δημοτικό Συμβούλιο ασχολείται και πάλι με το θέμα, για το οποίο μετά από σχετική συζήτηση αποφαίνεται ως εξής:
  1. Να υπογραφεί το συμβόλαιο οριστικής πώλησης και μεταβίβασης του οικήματος. 
  2. Να καταβληθεί στον ιδιοκτήτη το αντίτιμο των 500.000 σε χαρτονομίσματα, αντί των 400.000 χρυσών φράγκων. 
  3. Εξουσιοδοτεί τον δήμαρχο να συνομολογήσει με την Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος δάνειο 500.000 δρχ. και επιπλέον, για την πληρωμή των καθυστερουμένων τόκων από 5ης Οκτωβρίου 1916 και εντεύθεν, μέχρι να πραγματοποιηθεί η οριστική μεταβίβαση της οικίας Μοδιάνο στον δήμο, 60.000 δρχ. ως τόκος (6% ετησίως) μέχρι την εξόφληση της οφειλής. 
Την πράξη υπογράφουν οι: Γ. Τουρπάλης, Ν. Μάνος, Μ. Ασσαέλ, Π. Νέδος, Ρακήμ εφ., Δ. Κοντορέπας, Αβδουλραχμάν εφ., I. Μόλχο, Ηλ Μπενουζίλιο, Γ. Καρβωνίδης, Αλή Εσρέφ Βέης, Α Θεοδωρίδης, Α Μαμμωνάς.
Τα πολιτικά πράγματα όμως υφίστανται συνεχείς μεταβολές. Έτσι, όταν οι Φιλελεύθεροι χάνουν την εξουσία και πολινορθώνεται η μοναρχία, επανέρχεται ως δήμαρχος στην Θεσσαλονίκη ο Οσμάν Σαΐτ. Για άλλη μια φορά το Δημοτικό Συμβούλιο αποφασίζει να δωρίσει το κτίριο του "Κυβερνείου" στον βασιλιά Κωνσταντίνο.
Σε συνεδρίαση της 22ας Φεβρουαρίου 1921, ο Οσμάν Σαΐτ εισηγείται στο Συμβούλιο την νομιμοποίηση της προηγουμένης δωρεάς στον Κωνσταντίνο. Αναφέρεται στο ιστορικό της υπόθεσης και στην οριστική αγορά του κτιρίου που επετεύχθη μετά την σύναψη δανείου μεταξύ δήμου και Εθνικής Τραπέζης της Ελλάδος, σύμφωνα με το συνταχθέν υπ’ αρ.3810 συμβόλαιο του Συμβολαιογράφου Βασ. Δικαιοφύλακος.
Επειδή όμως με τις τελευταίες πράξεις του Δημοτικού Συμβουλίου με τις οποίες πραγματοποιήθηκε η οριστική μεταβίβαση του κτήματος τούτου δεν καθορίζεται ο πραγματικός σκοπός για τον οποίο πραγματοποιήθηκε η αγορά του κτιρίου και επιπλέον δεν προκύπτει από αυτές ότι μεταβλήθηκε ο αρχικός σκοπός, η χρησιμοποίηση δηλαδή του κτιρίου ως ανακτόρου του βασιλιά Κωνσταντίνου, καθώς και η δωρεά του κτιρίου σ' αυτόν, ο οποίος βέβαια θίγεται από τις τελευταίες αποφάσεις του προηγουμένου Δημοτικού Συμβουλίου, ο Οσμάν Σαΐτ φρονεί ότι, κατόπιν της συντελεσθείσας οριστικής μεταβίβασης με αποφάσεις μεταγενέστερες εκείνης του 1914 με την οποία δωρήθηκε στον βασιλιά το κτίριο, πρέπει το Συμβούλιο να λάβει εκ νέου απόφαση περί δωρεάς. Στην απόφαση αυτή θα στηριχθεί και η μεταγραφή του κτιρίου στο όνομα του βασιλιά.
Το Δημοτικό Συμβούλιο αποφαίνεται παμψηφεί και υπερψηφίζει την πρόταση του Οσμάν Σαΐτ11.
Την απόφαση υπογράφουν οι: Σπ. Τζαμτζής (πρόεδρος), Κ. Μέλφος, Χατζή Χασάν, Π. Γαροφάλλου, Μ. Σασαγιάννης, Μ. Σαρφατή, I. Σαλήχ, Αβδουλραχμάν, Α Γκατένιο, I. Τεβφήκ, I. Σιακή, Α Μαμμωνάς, Μ. Χατζή Οσμάν, Αλή Εσρέφ, Α. Μαλλάχ, Δ. Αλλαλούφ, Α. Καλλιδόπουλος, I. Μόλχο, Α. Χασήδ.


Έτσι, το Κυβερνείο αλλάζει και πάλι ιδιοκτήτη. Δωρίζεται στον βασιλιά Κωνσταντίνο ο οποίος όμως δεν κάνει δήλωση αποδοχής της δωρεάς12.

Τα πράγματα μετά την Μικρασιατική Καταστροφή του 1922 αλλάζουν και πάλι, γεγονός που έχει όπως είναι επόμενο επιπτώσεις και στο θέμα της κυριότητας του ιστορικού κτιρίου.
Έτσι, στην υπ αρ. 321 πράξη του Δημοτικού Συμβουλίου της 15ης Δεκεμβρίου 1922, αναφέρονται επί λέξει τα εξής:

"...εισηγείται (η μόνιμη κτηματολογική Επιτροπή) όπως το Δημοτικό Συμβούλιο αποφασίση επειγόντως και εξουσιοδότηση τον κ. Δήμαρχον Πέτρο Συνδίκα ίνα ενώπιον Συμβολαιογράφου να δηλώση ανάκλησιν της δωρεάς ταύτης, καθόσον ευτυχώς δεν υπάρχει έγγραφος δήλωσις αποδοχής της δωρεάς ταύτης και υποθέτει ότι δεν υπάρχει Έλλην εχεφρονών όστις θα επεθύμει να υφίσταται εν Θεσσαλονίκη.
Ανάκτορον μεταγεγραμμένον επ’ ονόματι του αμετακλήτως απομακρυνθέντος εκ της Ελλάδος Κωνσταντίνου, η δήλωσις δε αύτη της ανακλήσεως μεταγραφής […] και ούτω το Ανάκτορον επανέλθη εις την κυριότητα του Δήμου, ανεξαρτήτως των μεταγενεστέρως ληφθησομένων αποφάσεων περί του προορισμού του κτήματος τούτου."

Μετά από συζήτηση, το Δημοτικό Συμβούλιο αποδέχεται το πόρισμα της Κτηματολογικής Επιτροπής ως προς το ζήτημα της δωρεάς στον πρώην βασιλιά, αποφαίνεται ομόφωνα και εξουσιοδοτεί τον δήμαρχο να δηλώσει δια συμβολαιογραφικής πράξεως ανάκληση της δωρεάς του Κυβερνείου.
Υπογράφουν οι: I. Μπενσουσάν, I. Κούσκουρας, Ν. Ασκεπίδης, Θ. Σακελλαρίδης, Η. Μπενουζίλιο, Κ. Κύρτσης, Α. Γεωργάκης, Α. Ζάννας, I. Σαμουηλίδης, Γ. Πεντζίκης, I. Μόλχο, Κ. Τάττης, Σ. Καραγκουνίδης, Π. Τζιρίτης, Α. Μάνος, Μ. Σαλτιέλ, Ν. Κώττας, Σ. Καράσσο, Χαιρέτ Βέης, Α Κουκουμπάνης, Α Μαλλάχ, Σ. Γρηγοριάδης13.

Η ανάκληση πραγματοποιείται και το κτίριο επιστρέφει στην κυριότητα του Δήμου Θεσσαλονίκης.

Την συνέχεια του πράγματος πληροφορούμαστε από έγγραφο της 16 Απριλίου 1936.14 Πρόκειται για την υπ’ αριθ. 210 απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου Θεσσαλονίκης, το οποίο αποτελείται από τους: I. Τσιτσικλή (πρόεδρο), I. Αββοττ, I. Ρούση, Α. Χ"Αθανασίου, Α. Χ"Γεωργίου, Π. Γαροφάλλου, Θ. Χατζηγώγο, I. Βούρβουλη, Α Κοσμόπουλο, Σ. Αστεριάδη, Α. Καρδασιάδη, Δ Μελανίδη, Μ. Βέλλο, Α Αλλαλούφ, Α Πανοικίδη, I. Μαντόπουλο, Σ. Κοέν, Κ. Τζιτζικώστα, Γ. Γιακοέλ, Α. Παπαδημητρίου.
Ο δήμαρχος Ν. Μάνος, εισηγείται την λήψη απόφασης σύμφωνα με την οποία εγκρίνεται η δωρεάν παραχώρηση στην Α. Μ. τον Βασιλέα Γεώργιο, του επί της Λεωφόρου Βασιλίσσης Όλγας ακινήτου του δήμου, του γνωστού υπό την επωνυμία "Κυβερνείον". Το Δημοτικό Συμβούλιο κατόπιν τούτου "εις ένδειξιν αφοσιώσεως της πόλεως προς το πρόσωπο της Α Μ. του Βασιλέως, δοθέντος μάλιστα ότι και άλλοτε ο Δήμος είχε προέλθει εις την δωρεάν παραχώρηση του ακινήτου τούτου εις τον αείμνηστον πατέρα του, Βασιλέα Κωνσταντίνου τον ΙΒ’, εγκρίνει τελικά την παραχώρηση και εκφράζει την παράκληση να αποδεχθή ο Γεώργιος την δωρεά, και αναθέτει στον δήμαρχο κάθε περαιτέρω ενέργεια."

Βλέπουμε για μια ακόμη φορά τα πολιτικά πράγματα να επηρεάζουν και το ζήτημα της κυριότητας του Κυβερνείου το οποίο έχει καταστεί σύμβολο χαρακτηριστικό μιας εποχής που σημαδεύτηκε από έντονες πολιτικές ζυμώσεις και ανακατατάξεις, εθνικές επιτυχίες αλλά και συμφορές και από παρεπόμενες πολιτειακές μεταβολές.
Για μια ακόμη φορά το ιστορικό κτίριο περνά στην κατοχή των Γκλύξμπουργκ. Ο Γεώργιος Β', ο οποίος είναι για την ώρα ο αποδέκτης του,15 σε αντίθεση προς τον προκάτοχο του Κωνσταντίνο ο οποίος δεν είχε προβεί σε πράξη αποδοχής της δωρεάς, αποδέχεται τώρα την προσφορά του Δημοτικού Συμβουλίου Θεσσαλονίκης και στη συνέχεια μεταβιβάζει το Κυβερνείο στο κράτος, "ίνα τούτο, καθώς και τ’ Ανάκτορα των Αθηνών και Κερκύρας ανήκωσι μεν εις το Κράτος, διατίθενται όμως δια την αποκλειστικήν χρήσιν της Αυτού Μεγαλειότητος του Βασιλέως", όπως πληροφορούμαστε από σχετικό έγγραφο του Μεγάλου Αυλάρχη Μερκάτη προς τον Υπουργό Γενικό Διοικητή Μακεδονίας Ν. Τσίπουρα16.
Η πράξη βέβαια αυτή δεν είναι και η τελευταία όπως γνωρίζουμε όσον αφορά την κυριότητα και τη χρήση του Κυβερνείου. Από το υπ αρ. 6280 έγγραφο της Γενικής Διοίκησης Βορείου Ελλάδος, της 30/3/1948 πληροφορούμαστε ότι ο βασιλιάς Γεώργιος παρέχει μετά από σχετική αίτηση των ενδιαφερομένων την άδεια να στεγαστεί στο κτίριο η Στρατιωτική Ιατρική Σχολή.
Τα υπόλοιπα που αφορούν την κατάληξη του κτιρίου αναφέρθηκαν στο πρώτο μέρος του παρόντος δημοσιεύματος. Εκείνο που απομένει είναι ο σχολιασμός των γεγονότων που σχετίζονται με την χρήση και τις συνεχείς μεταβιβάσεις. Επιχειρώντας βέβαια κάτι τέτοιο, δεν πρέπει κατ’ αρχήν να ξεχνάμε δύο πράγματα,
α) ότι πρόκειται απλώς για την ιστορία ενός κτιρίου, 
β) δεν επιδέχεται ο σχολιασμός αυτός την διατύπωση ερμηνειών και απόψεων σχετικά με τις πράξεις διαφόρων προσώπων χωρίς να ληφθεί παράλληλα υπ’ όψη το πνεύμα και το ιδεολογικό κλίμα της εποχής στην οποία αναφερόμαστε.

Εκείνο που επισημαίνω κατ’ αρχήν κατά την εξέταση του έγγραφου υλικού είναι το γεγονός ότι, στα πρώτα χρόνια μετά την απελευθέρωση του 1912 στην θέση του δημάρχου Θεσσαλονίκης βρίσκεται ο Οσμάν Σαΐτ Μπέη, ο οποίος διατήρησε το αξίωμα το οποίο κατείχε και πριν την 26η Οκτωβρίου 1912. Οι λόγοι που υπαγόρευσαν μια τέτοια επιλογή στην τότε ηγεσία του Ελληνικού κράτους, θα πρέπει κατά τη γνώμη μου να αναζητηθούν μεταξύ άλλων στην πληθυσμιακή σύνθεση της πόλης μας εκείνη την περίοδο (σύμφωνα με απογραφή του 1913, οι Τούρκοι αποτελούσαν το 29,05% του πληθυσμού της Θεσσαλονίκης, οι Εβραίοι το 38,91% και οι Έλληνες το 25,30%). Ανάλογη βέβαια είναι και η σύνθεση του Δημοτικού Συμβουλίου.
Το γεγονός εξ άλλου ότι το Δημοτικό Συμβούλιο δείχνει τέτοια σπουδή για να αποκτήσει ο βασιλιάς μόνιμη κατοικία στην Θεσσαλονίκη εναρμονίζεται με το κλίμα της εποχής.17 Ήδη από τις πρώτες ημέρες της απελευθέρωσης της πόλης το 1912, στον ημερήσιο τύπο υπάρχουν δημοσιεύματα σύμφωνα με τα οποία είναι πιθανή η μεταφορά της πρωτεύουσας του Ελληνικού κράτους στην Θεσσαλονίκη.
Η σχετική απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου για την εξεύρεση και απόκτηση το συντομότερο δυνατό μιας στέγης κατάλληλης για τον "Κωνσταντίνο ΙΒ'", υπαγορεύθηκε οπωσδήποτε από κάποιες σκοπιμότητες που συνδέονται με την ρευστότητα της διεθνούς κατάστασης κατά την περίοδο αυτή στα Βαλκάνια, διαρκούντος του Α' Παγκοσμίου Πολέμου που άρχισε το 1914. Κάποιες πολιτικές σκοπιμότητες λοιπόν υπαγορεύουν την όσο το δυνατό συχνότερη παρουσία του μονάρχη ή τουλάχιστον την πρόκληση για κάτι τέτοιο στην συμπρωτεύουσα στις κρίσιμες πολιτικές και στρατιωτικές περιστάσεις.
Στη συνέχεια, όταν η χώρα μας εισέρχεται στην κρίσιμη περίοδο (Αύγουστος 1916) της εννεάμηνης διάσπασης του Ελληνικού κράτους, το Κυβερνείο γίνεται η έδρα της Κυβέρνησης της Εθνικής Αμύνης και ο δήμος συνεχίζει να ενδιαφέρεται γι' αυτό, αφού βέβαια - όπως αναφέρεται σε σχετικό έγγραφο- το Κυβερνείο "αποτελεί πλέον εθνικόν κειμήλιον, ως πρώην έδρα της Κυβερνήσεως της Θεσσαλονίκης". Είναι επίσης χαρακτηριστικό το ότι ακόμη και όταν απομακρύνεται ο βασιλιάς από την εξουσία, στα έγγραφα του Δημοτικού Συμβουλίου αναφέρεται συχνά ως "Κωνσταντίνος ΙΒ'", γεγονός που δηλώνει την μέχρι ένα βαθμό κοινή ιδεολογική γραμμή Φιλελευθέρων και Λαϊκών, η οποία υπό διάφορες βέβαια μορφές και πολιτικές πρακτικές διατηρεί τον μεγαλοϊδεατικό της χαρακτήρα18.
Βέβαια στη συνέχεια όταν αποτυγχάνουν οι προσπάθειες για την δημιουργία της "Μεγάλης Ελλάδος" και ο Διχασμός περνά στην δεύτερη φάση του μετά την καταστροφή του 1922, τα πολιτικά πάθη οξύνονται περισσότερο και η πολιτική αντιπαράθεση εντείνεται και τείνει να μεταβληθεί σε εμφύλια σύρραξη. Κάθε πολιτειακή μεταβολή έχει και τις επιπτώσεις της στην ιδιοκτησία του Κυβερνείου, ενώ στα έγγραφα αντανακλάται το κλίμα της κάθε περιόδου και καταγράφονται τα διάφορα σημαντικά γεγονότα ιδωμένα από διαφορετικές οπτικές ανάλογα με την πολιτική τοποθέτηση των δρώντων προσώπων και των συντακτών των κειμένων. 



1 Βλ. "Νεώτερα μνημεία της Θεσσαλονίκης", Θεσσαλονίκη 1985-86, σ. 220. 
2 Φ. 25 Αρ. εγγρ. 1-300. Η ταξινόμηση του αρχειακού υλικού και η ανακοίνωση έγιναν από τον Φροίξο Μακρά.
3 Αρ. εγγρ. 65. Ο Οσμάν Σαϊτ διατήρησε το αξίωμα του δημάρχου, που κατείχε και πριν την απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης το 1912.
4 Αρ. εγγρ. 49.
5 Αρ. εγγρ. 74.
6 Αρ. εγγρ. 46.
7 Αρ. εγγρ. 23. Πρόκειται για το νόμο 616, που περιέχεται στο φύλλο 29 της εφημερίδος της Κυβερνήσεως, με ημερομηνία 23 Ιανουαρίου 1915 και έχει ως εξής: "Επιτρέπεται εις τον Δήμον Θεσσαλονίκης, εκπροσωπούμενον υπό της υφιστάμενης δημοτικής αρχής, ήτοι του δημάρχου και των μελών του Δημοτικού Συμβουλίου, ως διετηρήθη και συνεπληρώθη τούτο, δυνάνει του νόμου ΔΡΛΔ' της 28 Φεβρουαρίου 1913, η συνομολόγησις δανείου προς αγοράν Ανακτόρου προωρισμένου δια την Α. Μ. τον Βασιλέα.
Η σχετική απόφασις του Δημοτικού Συμβουλίου δέον να εκδοθή κατά πλειοψηφίαν των μελών αυτού, χρήζει δε της εγκρίσεως της διοικητικής αρχής. Η ισχύς του παρόντος νόμου άρχεται άμα τή δημοσιεύσει εν τρ Εφημερίδι της Κυβερνήσεως.
Ο παρών νόμος, ψηφισθείς υπό της Βουλής και παρ Ημών σήμερον Κυρωθείς δημοσιευθήτω δια της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως και εκτελεσθήτω ως νόμος του Κράτους.
Υπογράφουν ο Κωνσταντίνος Β(ασιλεύς) και οι υπουργοί: Εσωτερικών Εμμ. Ρεπούλης και Δικαιοσύνης Κ.Δ.Ρακτιβάν. Βλ. Αρ. εγγρ, 16.
8 Βάσει του νόμου 616 του 1915, όπως αναφέρεται σχετικά. Το δάνειο τελικά χορηγήθηκε. Βλ. αρ. εγγρ. 122, 124, 125, 127, 135, 147 κ. ά.
9 Αρ. εγγρ. 87.
10 Αρ. εγγρ. 145.
11 Αρ. εγγρ. 169. Η απόφαση έχει ως εξής: "Δωρείται αμετακλήτως δι’ ας υπηρεσίας πολυτίμους εις το Έθνος. Ο Δήμος το παρά του Ιακώβ Σ. Μοδιάνο αγορασθέν υπ' αυτού Ανάκτορον δυνάμει του υπ' αρ. 3810 της 19ης Ιουνίου του έτους 1919 συμβολαίου του συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης Β. Δικαιοφύλακος περί οριστικής μεταβιβάσεως του κτήματος τούτου εις τον Δήμον, προς την Α.Μ. τον Βασιλέα των Ελλήνων Κωνσταντίνον τον ΙΒ' εν ονόματι της πόλεως Θεσσαλονίκης, ίνα χρησιμεύση ως Ανάκτορον της Α.Μ. δι' όν σκοπόν και ηγοράσθη ή και ως κατοικία και με όλα τα δικαιώματα της τελείας ιδιοκτησίας, δι' ά διατάσσει την κοινοποίησιν της παρούσης μετά της επ' αυτής εγκρίσεως της Νομαρχίας Θεσσαλονίκης προς την Α.Μ. τον Βασιλέα και την μεταγραφήν του κτήματος τούτου εις τα οικεία βιβλία μεταγραφών επιμέλεια του κ. Δημάρχου προς όν παρέχει την εξουσιοδότησιν να προ-έλθη εις πάσαν επιβαλλομένην ενέργειαν προς εκτέλεσιν της παρούσης και συνεπώς εξέδωκε την υπ’ αριθ. 82 απόφασιν αυτού."
12 Αρ. εγγρ. 95.
13 Αρ. εγγρ. 167. Βλ. σχετικά την συμβολαιογραφική πράξη της 26ης Ιανουαρίου 1923, όπου αναφέρονται ο δήμαρχος Π. Συνδίκας και ο συμβολαιογράφος Αντώνης Τσιλίρας, και από την οποία πληροφορούμαστε ότι η προηγηθείσα δωρεά προς τον Κωνσταντίνο θεωρείται "ως μηδέποτε γενομένη" και έτσι ο Δήμος Θεσσαλονίκης διατηρεί τη νομή και κυριότητα του Κυβερνείου.
14 Αρ. εγγρ. 196. «Ο Δήμος μεταβιβάζει το παρά του Ιακώβ Σ. Μοδιάνο αγορασθέν υπ' αυτού Ανάκτορον δυνάμει του υπ' αριθ. 3810 της 19ης Ιουνίου του έτους 1919 συμβολαίου του συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης Β. Δικαιοφύλακος περί οριστικής μεταβιβάσεως του κτήματος τούτου εις τον Δήμο, προς την Α. Μ. τον Βασιλέα των Ελλήνων Κωνσταντίνο ΙΒ' εν ονόματι της πόλεως Θεσσαλονίκης, ίνα χρησιμεύσει ως Ανάκτορο της Α. Μ. δι' ον σκοπό και ηγοράσθη η κατοικία και με όλα τα δικαιώματα της τελείας ιδιοκτησίας, δι' α διατάσσει την κοινοποίηση της παρούσης μετά της επ' αυτής εγκρίσεως της Νομαρχίας Θεσσαλονίκης προς την Α. Μ. τον Βασιλέα και την μεταγραφήν του κτήματος τούτου εις τα οικεία βιβλία μεταγραφών επιμελείς, του κ. Δημάρχου.
Ανατίθησι την περαιτέρω ενέργειαν τφ κ. Δημάρχω προς όν παρέχει την εξουσιοδότηση/ να προέλθη εις πάσαν επιβαλλομένην ενέργειαν προς εκτέλεσιν της παρούσης. Και συνεπώς εξέδωκε την υπ' αριθ. 82 απόφασιν αυτού."
15 Βλ. σχετικό νόμο στο Φ. Ε, Κ,, αρ. φύλλου 322, τ, Α΄, της 14ης Αυγούστου 1937, τον οποίο υπογράφει ο Υπουργός των Εσωτερικών I. Δουρέντης. Αρ. εγγρ. 235. Βλ. επίσης έγγρ. 248.
16 Αρ. εγγρ. 199, 202, 208, 227, 251, 255. Υπάρχει και η σχετική απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου για τα σκεύη και τα έπιπλα του Κυβερνείου. Βλ. εγγρ. 219, 228.
17 Ο Α' Παγκόσμιος Πόλεμος που άρχισε το 1914, είχε σοβαρό αντίκτυπο στα εσωτερικά πολιτικά πράγματα της Ελλάδος, όπου διαμορφώθηκαν δύο αντίρροπες τάσεις στις αντίστοιχες πολιτικές παρατάξεις: η πρώτη για συμμετοχή στον πόλεμο, στο πλευρό της Entente, η δεύτερη για τήρηση ουδετερότητας. Αποτέλεσμα ήταν να δημιουργηθεί ένα βαρύ πολιτικό κλίμα, που οδήγησε στον Διχασμό και στην Μικρασιατική Καταστροφή.
18 Στην πραγματικότητα όπως γνωρίζουμε επρόκειτο για τον Κωνσταντίνο Α'. Όμως ο ίδιος υπέγραψε ως "Κωνσταντίνος Β" (Βασιλεύς) και η μορφή της υπογραφής θύμιζε "ΙΒ", προκειμένου να υπογραμμιστεί η συνέχεια της αυτοκρατορικής δυναστείας των Παλαιολόγων.